φαντασμός — φαντασμός, ο και φανταγμός, ο 1. το δημιούργημα της φαντασίας, το ίνδαλμα: Ο φαντασμός του ποιητή. 2. έπαρση, ξίπασμα, μεγαλομανία: Απ το φάντασμά της δε γυρίζει να μας κοιτάξει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαντασμοῖς — φαντασμός mental image masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασμούς — φαντασμός mental image masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασμῶν — φαντασμός mental image masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανταγμός — ο, Ν βλ. φαντασμός … Dictionary of Greek
φάνταγμα — το, ατος 1. το να φαντάζει κάτι, να είναι επιδεικτικό: Αυτό το δαχτυλίδι είναι φάνταγμα. 2. φαντασμός, φανταγμός, επιδεικτικότητα, έπαρση, ξίπασμα: Με τη σπάταλη δεξίωσή του έδειξε το φάνταγμά του. 3. φανταστική παράσταση, φαντασία: Ο ζωγράφος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)